εὐτείχιστος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐτείχιστος]], -ον)<br />ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τειχιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τειχίζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τείχιστος</i>, <i>θαλασσο</i>-<i>τείχιστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐτείχιστος]], -ον)<br />ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τειχιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τειχίζω]]), [[πρβλ]]. [[ατείχιστος]], [[θαλασσοτείχιστος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐτείχιστος:''' Polyb., Diod. = [[εὐτείχεος]].
|elrutext='''εὐτείχιστος:''' Polyb., Diod. = [[εὐτείχεος]].
}}
}}

Revision as of 17:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχιστος Medium diacritics: εὐτείχιστος Low diacritics: ευτείχιστος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euteíchistos Transliteration B: euteichistos Transliteration C: efteichistos Beta Code: eu)tei/xistos

English (LSJ)

ον, A well-fortified, f.l. for ἀτ-, Plb.3.90.8.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχιστος: -ον, καλῶς τετειχισμένος, Πολύβ. 3. 90, 8, ἀμφίβ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐτείχιστος, -ον)
ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός
νεοελλ.
αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, θαλασσοτείχιστος].

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχιστος: Polyb., Diod. = εὐτείχεος.