θεηδόχος: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεηδόχος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[θεοδόχος]])<br /><b>1.</b> (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο [[θεός]] [α. (για την αγία [[τράπεζα]]) «δώρων [[δοχεῖον]] ἁγνόν ἡ [[θεηδόχος]] [[τράπεζα]]» β. (για την [[παραλία]] όπου παρουσιάστηκε ο [[Χριστός]] στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», <b>Νόνν.</b>].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]], [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θεηδόχος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[θεοδόχος]])<br /><b>1.</b> (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο [[θεός]] [α. (για την αγία [[τράπεζα]]) «δώρων [[δοχεῖον]] ἁγνόν ἡ [[θεηδόχος]] [[τράπεζα]]» β. (για την [[παραλία]] όπου παρουσιάστηκε ο [[Χριστός]] στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», <b>Νόνν.</b>].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]], [[πρβλ]]. [[ξενοδόχος]], [[υδροδόχος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, poet. for θεοδόχος, Nonn.D. 13.96.
Greek Monolingual
θεηδόχος, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί θεοδόχος)
1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό
2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την παραλία όπου παρουσιάστηκε ο Χριστός στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», Νόνν.].
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόχος < δέχομαι, πρβλ. ξενοδόχος, υδροδόχος).