ιθυμάχος: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυμάχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται σε ανοιχτό [[πεδίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πυγ</i>-<i>μάχος</i>].
|mltxt=[[ἰθυμάχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται σε ανοιχτό [[πεδίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[μονομάχος]], [[πυγμάχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰθυμάχος, -ον (Α)
1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια
2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος, πυγμάχος].