ιππάριον: Difference between revisions
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱππάριον]])<br />(υποκορ. του [[ίππος]]) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο [[άλογο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ιππάριον του Πικερμίου» — [[γένος]] περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας ιππίδες, που [[σήμερα]] έχει εκλείψει<br />βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα του Πικερμίου Αττικής<br /><b>2.</b> μικρή βοηθητική [[μηχανή]] που κινεί αντλίες σε εργοστάσια και ατμόπλοια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γέρικο [[άλογο]], [[παλιάλογο]] («φαύλοις ἱππαρίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[ἱππάριον]])<br />(υποκορ. του [[ίππος]]) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο [[άλογο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ιππάριον του Πικερμίου» — [[γένος]] περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας ιππίδες, που [[σήμερα]] έχει εκλείψει<br />βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα του Πικερμίου Αττικής<br /><b>2.</b> μικρή βοηθητική [[μηχανή]] που κινεί αντλίες σε εργοστάσια και ατμόπλοια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γέρικο [[άλογο]], [[παλιάλογο]] («φαύλοις ἱππαρίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[τραγῳδάριον]], [[ᾠδάριον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἱππάριον)
(υποκορ. του ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο
νεοελλ.
φρ.
1. «ιππάριον του Πικερμίου» — γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει
βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα του Πικερμίου Αττικής
2. μικρή βοηθητική μηχανή που κινεί αντλίες σε εργοστάσια και ατμόπλοια
αρχ.
1. γέρικο άλογο, παλιάλογο («φαύλοις ἱππαρίοις», Πλούτ.)
2. επιγρ. μικρό άγαλμα ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. τραγῳδάριον, ᾠδάριον)].