θηριοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς [[θηρίον]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.
|lstext='''θηριοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς [[θηρίον]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θηριοπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει σε [[θηρίο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηριοπρεπῶς</i> (Α)<br />με θηριοπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «[[φαίνομαι]], [[ομοιάζω]]»), [[πρβλ]]. [[αξιοπρεπής]], [[μεγαλοπρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:03, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1210] ές, thiermäßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς θηρίον, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.

Greek Monolingual

-ές (Α θηριοπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει σε θηρίο.
επίρρ...
θηριοπρεπῶς (Α)
με θηριοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιοπρεπής, μεγαλοπρεπής].