ιερωσύνη: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ιεροσύνη]], η (ΑΜ [[ἱερωσύνη]], Μ και [[ἱεροσύνη]], Α ιων. τ. [[ἱρωσύνη]] και αττ. <b>επιγρ.</b> τ. [[ἱερεωσύνη]])<br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του ιερέα, [[ιερατεία]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών κληρικών, [[ιερατείο]], [[κλήρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> το [[μυστήριο]] με το οποίο καθιερώνεται [[ένας]] [[λειτουργός]] της εκκλησίας, η [[χειροτονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἱερωσύναι</i><br />ιερατικά έργα, θυσίες, τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[ιεροσύνη]], η (ΑΜ [[ἱερωσύνη]], Μ και [[ἱεροσύνη]], Α ιων. τ. [[ἱρωσύνη]] και αττ. <b>επιγρ.</b> τ. [[ἱερεωσύνη]])<br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του ιερέα, [[ιερατεία]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών κληρικών, [[ιερατείο]], [[κλήρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> το [[μυστήριο]] με το οποίο καθιερώνεται [[ένας]] [[λειτουργός]] της εκκλησίας, η [[χειροτονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἱερωσύναι</i><br />ιερατικά έργα, θυσίες, τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως ([[πρβλ]]. [[αγιωσύνη]], [[μεγαλωσύνη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ιεροσύνη, η (ΑΜ ἱερωσύνη, Μ και ἱεροσύνη, Α ιων. τ. ἱρωσύνη και αττ. επιγρ. τ. ἱερεωσύνη)
1. το αξίωμα του ιερέα, ιερατεία
2. το σύνολο τών κληρικών, ιερατείο, κλήρος
νεοελλ.
εκκλ. το μυστήριο με το οποίο καθιερώνεται ένας λειτουργός της εκκλησίας, η χειροτονία
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἱερωσύναι
ιερατικά έργα, θυσίες, τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το -ω- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως (πρβλ. αγιωσύνη, μεγαλωσύνη)].