ισονεφής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσονεφής]], -ες)<br />αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη<br /><b>νεοελλ.</b><br />όρος που χρησιμοποιείται στη [[μετεωρολογία]] για να χαρακτηρίσει μια [[καμπύλη]], σχεδιασμένη σε έναν [[χάρτη]] καιρού, η οποία ενώνει όλα τα [[σημεία]] τα οποία έχουν ίση [[νέφωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσονεφής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), [[πρβλ]]. <i>ερυθρο</i>-<i>νεφής</i>, <i>μελαινο</i>-<i>νεφής</i>. Το νεοελλ. <i>ίσονεφής</i> [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>isoneph</i> <span style="color: red;"><</span> <i>is</i>- ([[πρβλ]]. <i>ισ</i>[[o]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>neph</i> ([[πρβλ]]. [[νέφος]])].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσονεφής]], -ες)<br />αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη<br /><b>νεοελλ.</b><br />όρος που χρησιμοποιείται στη [[μετεωρολογία]] για να χαρακτηρίσει μια [[καμπύλη]], σχεδιασμένη σε έναν [[χάρτη]] καιρού, η οποία ενώνει όλα τα [[σημεία]] τα οποία έχουν ίση [[νέφωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσονεφής]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), [[πρβλ]]. [[ερυθρονεφής]], [[μελαινονεφής]]. Το νεοελλ. <i>ίσονεφής</i> [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>isoneph</i> <span style="color: red;"><</span> <i>is</i>- ([[πρβλ]]. <i>ισ</i>[[o]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>neph</i> ([[πρβλ]]. [[νέφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσονεφής, -ες)
αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφη
νεοελλ.
όρος που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για να χαρακτηρίσει μια καμπύλη, σχεδιασμένη σε έναν χάρτη καιρού, η οποία ενώνει όλα τα σημεία τα οποία έχουν ίση νέφωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσονεφής < ἰσ(ο)- + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ερυθρονεφής, μελαινονεφής. Το νεοελλ. ίσονεφής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isoneph < is- (πρβλ. ισo-) + -neph (πρβλ. νέφος)].