ισόνομος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόνομος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («[[δίκαιος]] και [[ισόνομος]] [[πολιτεία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απολαμβάνει [[ισονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χαλκὸς [[ἰσόνομος]]» — [[χαλκός]] στο άρτιο, αντίθ. του «χαλκὸς οὗ [[διαλλαγή]]», [[χαλκός]] με [[έκπτωση]] [[έπειτα]] από [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]]), [[πρβλ]]. <i>αρχαιό</i>-<i>νομος</i>, <i>φιλό</i>-<i>νομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόνομος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («[[δίκαιος]] και [[ισόνομος]] [[πολιτεία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απολαμβάνει [[ισονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «χαλκὸς [[ἰσόνομος]]» — [[χαλκός]] στο άρτιο, αντίθ. του «χαλκὸς οὗ [[διαλλαγή]]», [[χαλκός]] με [[έκπτωση]] [[έπειτα]] από [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]]), [[πρβλ]]. [[αρχαιόνομος]], [[φιλόνομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:09, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόνομος, -ον)
1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.)
2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία
αρχ.
φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» — χαλκός στο άρτιο, αντίθ. του «χαλκὸς οὗ διαλλαγή», χαλκός με έκπτωση έπειτα από συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -νομος (< νόμος), πρβλ. αρχαιόνομος, φιλόνομος].