ιματηγός: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱματηγός]], -όν (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχ</i>-<i>ηγός</i>, <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>].
|mltxt=[[ἱματηγός]], -όν (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), [[πρβλ]]. [[αρχηγός]], [[κυνηγός]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱματηγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχηγός, κυνηγός].