καλιούχος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br />αυτός που περιέχει [[κάλιον]] («καλιούχα λιπάσματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο<br />αυτός που περιέχει [[κάλιον]] («καλιούχα λιπάσματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>), [[πρβλ]]. [[ανθρακούχος]], [[χλωριούχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο
αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + -ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακούχος, χλωριούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].