ισόβοιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσόβοιος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός βοδιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόβοιον</i><br />[[άνθος]] με μήκωνα ([[παπαρούνα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), | |mltxt=[[ἰσόβοιος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός βοδιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόβοιον</i><br />[[άνθος]] με μήκωνα ([[παπαρούνα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), [[πρβλ]]. [[ἀλφεσίβοιος]], [[μυριόβοιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσίβοιος, μυριόβοιος].