καύκαλο: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[καύκαλον]], Μ και καύχαλον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το όστρακο της χελώνας και το [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κεφάλι]], [[κρανίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[άτομο]]<br /><b>2.</b> το ξεροψημένο [[πάνω]] [[μέρος]] της πίτας ή του ψωμιού<br /><b>3.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το [[μετατάρσιο]] του ποδιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] στρατιωτικού αρβύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καύκα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[καύκαλον]], Μ και καύχαλον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το όστρακο της χελώνας και το [[κέλυφος]] τών οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κεφάλι]], [[κρανίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[άτομο]]<br /><b>2.</b> το ξεροψημένο [[πάνω]] [[μέρος]] της πίτας ή του ψωμιού<br /><b>3.</b> το [[πάνω]] [[μέρος]] του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το [[μετατάρσιο]] του ποδιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] στρατιωτικού αρβύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καύκα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλον</i> ([[πρβλ]]. [[κρόταλον]], [[πέταλον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον)
νεοελλ.
το όστρακο της χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι
νεοελλ.-μσν.
κεφάλι, κρανίο
μσν.
1. το άτομο
2. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού
3. το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού
αρχ.
μέρος στρατιωτικού αρβύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα + κατάλ. -αλον (πρβλ. κρόταλον, πέταλον)].