καταρρακτώδης: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες<br />αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, [[ορμητικός]] («[[καταρρακτώδης]] [[βροχή]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταρρακτωδώς</i><br />με καταρρακτώδη τρόπο, σαν [[καταρράκτης]], ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταρράκτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ες<br />αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, [[ορμητικός]] («[[καταρρακτώδης]] [[βροχή]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταρρακτωδώς</i><br />με καταρρακτώδη τρόπο, σαν [[καταρράκτης]], ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταρράκτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[ανθώδης]], [[χαώδης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:23, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ες
αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, ορμητικός («καταρρακτώδης βροχή»).
επίρρ...
καταρρακτωδώς
με καταρρακτώδη τρόπο, σαν καταρράκτης, ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ανθώδης, χαώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].