κατάμεστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάμεστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «το [[θέατρο]] ήταν κατάμεστο» β. «[[κοτύλη]] [[κατάμεστος]] οἴνης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μεστός]] «[[πλήρης]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[κατάμεστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «το [[θέατρο]] ήταν κατάμεστο» β. «[[κοτύλη]] [[κατάμεστος]] οἴνης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μεστός]] «[[πλήρης]]»), [[πρβλ]]. [[ανάμεστος]], [[επίμεστος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, strengthd. for μεστός, A gloss on κατάπαστος, Sch.Ar.Eq.500.
German (Pape)
[Seite 1363] ganz voll, Schol. Ar. Equ. 500, Erkl. von κατάπαστος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμεστος: -ον, ἐντελῶς μεστός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 502 ἑρμηνεύει τὸ «κατάπαστος».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάμεστος, -ον)
αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανάμεστος, επίμεστος].