κενοτάφιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κενοτάφιον]])<br />[[τάφος]] που δεν περιέχει νεκρό, [[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νεκρού, ο [[οποίος]] δεν έχει βρεθεί ή έχει ενταφιαστεί [[αλλού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδωλο]], [[ομοίωμα]] («ἔλαβε τὰ κενοτάφια, καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τάφιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάφιος]] <span style="color: red;"><</span> [[τάφος]]), [[πρβλ]]. <i>κοινο</i>-<i>τάφιον</i>, <i>ψευδο</i>-<i>τάφιον</i>].
|mltxt=το (Α [[κενοτάφιον]])<br />[[τάφος]] που δεν περιέχει νεκρό, [[μνημείο]] που έχει ανεγερθεί σε [[ανάμνηση]] νεκρού, ο [[οποίος]] δεν έχει βρεθεί ή έχει ενταφιαστεί [[αλλού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδωλο]], [[ομοίωμα]] («ἔλαβε τὰ κενοτάφια, καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τάφιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάφιος]] <span style="color: red;"><</span> [[τάφος]]), [[πρβλ]]. [[κοινοτάφιον]], [[ψευδοτάφιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α κενοτάφιον)
τάφος που δεν περιέχει νεκρό, μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νεκρού, ο οποίος δεν έχει βρεθεί ή έχει ενταφιαστεί αλλού
αρχ.
είδωλο, ομοίωμα («ἔλαβε τὰ κενοτάφια, καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τάφιον (< τάφιος < τάφος), πρβλ. κοινοτάφιον, ψευδοτάφιον].