κομμιώδης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κομμεώδης]] -ες (Α [[κομμιώδης]], -ώδες)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[κόμμι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[κομμεώδης]] -ες (Α [[κομμιώδης]], -ώδες)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[κόμμι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[κολλώδης]], [[πηλώδης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κομμῐώδης:''' камедеобразный Arst. | |elrutext='''κομμῐώδης:''' камедеобразный Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:33, 23 August 2021
English (LSJ)
ες, A = κομμιδώδης, Arist. HA628b27.
German (Pape)
[Seite 1478] ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κομμιώδης: -ες, = κομμιδώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.
Greek Monolingual
και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)
1. αυτός που περιέχει κόμμι
2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλώδης, πηλώδης)].
Russian (Dvoretsky)
κομμῐώδης: камедеобразный Arst.