κοπρόχωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[χώμα]] αναμεμιγμένο με [[κοπριά]] που χρησιμοποιείται ως [[λίπασμα]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] <span style="color: red;">+</span> [[χώμα]] ([[πρβλ]]. <i>καστανό</i>-<i>χωμα</i>, <i>κουμαρό</i>-<i>χωμα</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[χώμα]] αναμεμιγμένο με [[κοπριά]] που χρησιμοποιείται ως [[λίπασμα]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] <span style="color: red;">+</span> [[χώμα]] ([[πρβλ]]. [[καστανόχωμα]], [[κουμαρόχωμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα)].