κραυγίας: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραυγίας]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>φρ.</b> «[[κραυγίας]] [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραυγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κραυγίας]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>φρ.</b> «[[κραυγίας]] [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραυγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κολπίας]], [[κοχλίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ἵππος, ὁ, a horse A that takes fright at a cry, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγίας: ἵππος, ὁ, ἵππος πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κραυγίας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» — ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα -ίας (πρβλ. κολπίας, κοχλίας)].