κρουσιλύρης: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρουσιλύρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παίζει [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύρα]]), [[πρβλ]]. <i>ηδυ</i>-<i>λύρης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>λύρης</i>. Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i>].
|mltxt=[[κρουσιλύρης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παίζει [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύρα]]), [[πρβλ]]. [[ηδυλύρης]], [[χρυσολύρης]]. Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 18:41, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσιλύρης Medium diacritics: κρουσιλύρης Low diacritics: κρουσιλύρης Capitals: ΚΡΟΥΣΙΛΥΡΗΣ
Transliteration A: krousilýrēs Transliteration B: krousilyrēs Transliteration C: krousilyris Beta Code: krousilu/rhs

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A striking the lyre, Orph.H.31.3.

German (Pape)

[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.

Greek Monolingual

κρουσιλύρης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυλύρης, χρυσολύρης. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερ-ψίμβροτος].