χρυσολύρης

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσολύρης Medium diacritics: χρυσολύρης Low diacritics: χρυσολύρης Capitals: ΧΡΥΣΟΛΥΡΗΣ
Transliteration A: chrysolýrēs Transliteration B: chrysolyrēs Transliteration C: chrysolyris Beta Code: xrusolu/rhs

English (LSJ)

[λῠ], ου, Dor. χρυσολύρας, α, ὁ, with lyre of gold, of Apollo, Pi.Pae.5.41, Ar.Th.315 (lyr.), Supp.Epigr.4.467.20 (Branchidae, iii A. D.), Orph.H.34.3 (voc. -λύρη); of Orpheus, Arist.Pepl. 48, AP7.617.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσολύρας, mit goldener Leier; Beiwort des Apoll, Ar. Thesm. 315; auch des Orpheus, Arist. 3 (App. 9 ep. 46), wie Ep. ad. 483 (VII, 617).

French (Bailly abrégé)

dor. χρυσολύρας, ου;
adj. m.
à la lyre d'or (Apollon).
Étymologie: χρυσός, λύρα.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσολύρης: ου, дор. χρῡσολύρᾱς, ᾱ (λῠ) играющий на золотой лире (Ἀπόλλων Arph.; Ὀρφεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσολύρης: [ῠ], -ου, Δωρ. -λύρας, α, ὁ, ὁ ἔχων λύραν χρυσῆν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 315· ἐπὶ τοῦ Ὀρφέως, Ἀνθ. Π. 7. 617, κλπ.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χρυσολύρας, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος και του Ορφέως) αυτός που έχει χρυσή λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λύρης (< λύρα / λύρη), πρβλ. ἡδηλύρης].

Greek Monotonic

χρῡσολύρης: [ῠ], -ου, Δωρ. -λύρας, -α, ὁ (λύρα), αυτός που έχει χρυσή λύρα, σε Αριστοφ., Ανθ.

Middle Liddell

χρῡ˘σο-λύρης, ου, λύρα
with lyre of gold, Ar., Anth.