χρυσολύρης

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσολύρης Medium diacritics: χρυσολύρης Low diacritics: χρυσολύρης Capitals: ΧΡΥΣΟΛΥΡΗΣ
Transliteration A: chrysolýrēs Transliteration B: chrysolyrēs Transliteration C: chrysolyris Beta Code: xrusolu/rhs

English (LSJ)

[λῠ], ου, Dor. χρυσολύρας, α, ὁ, with lyre of gold, of Apollo, Pi.Pae.5.41, Ar.Th.315 (lyr.), Supp.Epigr.4.467.20 (Branchidae, iii A. D.), Orph.H.34.3 (voc. -λύρη); of Orpheus, Arist.Pepl. 48, AP7.617.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσολύρας, mit goldener Leier; Beiwort des Apoll, Ar. Thesm. 315; auch des Orpheus, Arist. 3 (App. 9 ep. 46), wie Ep. ad. 483 (VII, 617).

French (Bailly abrégé)

dor. χρυσολύρας, ου;
adj. m.
à la lyre d'or (Apollon).
Étymologie: χρυσός, λύρα.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσολύρης: ου, дор. χρῡσολύρᾱς, ᾱ (λῠ) играющий на золотой лире (Ἀπόλλων Arph.; Ὀρφεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσολύρης: [ῠ], -ου, Δωρ. -λύρας, α, ὁ, ὁ ἔχων λύραν χρυσῆν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 315· ἐπὶ τοῦ Ὀρφέως, Ἀνθ. Π. 7. 617, κλπ.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χρυσολύρας, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος και του Ορφέως) αυτός που έχει χρυσή λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λύρης (< λύρα / λύρη), πρβλ. ἡδηλύρης].

Greek Monotonic

χρῡσολύρης: [ῠ], -ου, Δωρ. -λύρας, -α, ὁ (λύρα), αυτός που έχει χρυσή λύρα, σε Αριστοφ., Ανθ.

Middle Liddell

χρῡ˘σο-λύρης, ου, λύρα
with lyre of gold, Ar., Anth.