κρικόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[κρίκος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πόντιση]] της άγκυρας για το [[δέσιμο]] του σολόγκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. <i>αγκυρό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>αλυσό</i>-<i>δεσμος</i>].
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[κρίκος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πόντιση]] της άγκυρας για το [[δέσιμο]] του σολόγκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. [[αγκυρόδεσμος]], [[αλυσόδεσμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση της άγκυρας για το δέσιμο του σολόγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρόδεσμος, αλυσόδεσμος].