λασιοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(22)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λασιοχαίτης
|Medium diacritics=λασιοχαίτης
|Low diacritics=λασιοχαίτης
|Capitals=ΛΑΣΙΟΧΑΙΤΗΣ
|Transliteration A=lasiochaítēs
|Transliteration B=lasiochaitēs
|Transliteration C=lasiochaitis
|Beta Code=lasioxai/ths
|Definition=ου, ὁ, [[with shaggy hair]], Hdn. ''Epim.'' 166.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λασιοχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.
|lstext='''λασιοχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λασιοχαίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>κυανο</i>-<i>χαίτης</i>)].
|mltxt=[[λασιοχαίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] ([[πρβλ]]. [[αδροχαίτης]], [[κυανοχαίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιοχαίτης Medium diacritics: λασιοχαίτης Low diacritics: λασιοχαίτης Capitals: ΛΑΣΙΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lasiochaítēs Transliteration B: lasiochaitēs Transliteration C: lasiochaitis Beta Code: lasioxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, with shaggy hair, Hdn. Epim. 166.

Greek (Liddell-Scott)

λασιοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.

Greek Monolingual

λασιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδροχαίτης, κυανοχαίτης)].