λεοντόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. <i>ανθρωπό</i>-<i>θυμος</i>, <i>βορβορό</i>-<i>θυμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[ανθρωπόθυμος]], [[βορβορόθυμος]])].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 28] löwenmuthig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόθῡμος: -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λεοντόθυμος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος του λιονταριού, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + θυμός (πρβλ. ανθρωπόθυμος, βορβορόθυμος)].