λειοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[λειοτριβής]], -ές)<br />αυτός που με την [[τριβή]] έχει μεταβληθεί σε [[σκόνη]], κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, [[ψιλοαλεσμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[λειοτριβής]], -ές)<br />αυτός που με την [[τριβή]] έχει μεταβληθεί σε [[σκόνη]], κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, [[ψιλοαλεσμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[ατριβής]], [[εντριβής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] ής, ές :
réduit en poudre fine, Diosc.
Étymologie: λεῖος, τρίβω.
Greek Monolingual
-ές (Α λειοτριβής, -ές)
αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].