κωπήλατος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κωπήλατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κινείται με [[κουπιά]] («κωπήλατο [[σκάφος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[κουπί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>τροχ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>-λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κωπήλατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κινείται με [[κουπιά]] («κωπήλατο [[σκάφος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[κουπί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ιππήλατος]], [[τροχήλατος]]. Το -<i>η</i>-λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπήλᾰτος Medium diacritics: κωπήλατος Low diacritics: κωπήλατος Capitals: ΚΩΠΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: kōpḗlatos Transliteration B: kōpēlatos Transliteration C: kopilatos Beta Code: kwph/latos

English (LSJ)

ον, A formed like an oar, dub.in Hsch. (κωπῆλα cod.).

German (Pape)

[Seite 1546] bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κωπήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος»)
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππήλατος, τροχήλατος. Το -η-λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].