λογοτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ [[λογοτέχνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο [[συγγραφέας]] έργων με [[αισθητική]] [[αξία]], [[πεζογράφος]] ή [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κοσμεί τους λόγους του με [[τέχνη]], [[ρήτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ [[λογοτέχνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο [[συγγραφέας]] έργων με [[αισθητική]] [[αξία]], [[πεζογράφος]] ή [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κοσμεί τους λόγους του με [[τέχνη]], [[ρήτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[καλλιτέχνης]], [[φαρμακοτέχνης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
λογοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ τέχνης κοσμῶν τὸν λόγον, ῥήτωρ, Δοξαπατρ. Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 90, 6. - λογοτεχνία, ἡ, Νικητ. Εὐγ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ λογοτέχνης)
νεοελλ.
αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο συγγραφέας έργων με αισθητική αξία, πεζογράφος ή ποιητής
μσν.
αυτός που κοσμεί τους λόγους του με τέχνη, ρήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλιτέχνης, φαρμακοτέχνης].