λυσιχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσιχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. [[χωρίς]] [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λυσιχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. [[χωρίς]] [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), [[πρβλ]]. [[φαιοχίτων]], [[χαλκοχίτων]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A with loose tunic, Nonn.D.5.407.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσῐχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν λυτὸν χιτῶνα, δηλ. ἄνευ ζώνης, Νόνν. Δ. 5. 407.
Greek Monolingual
λυσιχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιοχίτων, χαλκοχίτων].