λειόσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[λεία]] σπέρματα, [[δηλαδή]] [[χωρίς]] [[τρίχες]], αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>σπερμος</i>, <i>μονό</i>-<i>σπερμος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[λεία]] σπέρματα, [[δηλαδή]] [[χωρίς]] [[τρίχες]], αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), [[πρβλ]]. [[ένσπερμος]], [[μονόσπερμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φυτό) αυτός που έχει λεία σπέρματα, δηλαδή χωρίς τρίχες, αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ένσπερμος, μονόσπερμος].