λυσσαλέος: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λυσσαλέος]], -έα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ οργισμένος ή πολύ [[ορμητικός]] («λυσσαλέα [[επίθεση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσαλέως</i> και -<i>έα</i><br />με [[λύσσα]], με [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>, <i>ρωμ</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Α [[λυσσαλέος]], -έα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ οργισμένος ή πολύ [[ορμητικός]] («λυσσαλέα [[επίθεση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσαλέως</i> και -<i>έα</i><br />με [[λύσσα]], με [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. [[πειναλέος]], [[ρωμαλέος]])].
}}
}}

Revision as of 18:59, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσᾰλέος Medium diacritics: λυσσαλέος Low diacritics: λυσσαλέος Capitals: ΛΥΣΣΑΛΕΟΣ
Transliteration A: lyssaléos Transliteration B: lyssaleos Transliteration C: lyssaleos Beta Code: lussale/os

English (LSJ)

α, ον, A raging mad, κύνες A.R.4.1393; also λ. μανίη Man.4.539.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσᾰλέος: -α, -ον, λυσσῶν, λυσσασμένος, μανιώδης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1393.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειναλέος, ρωμαλέος)].