μεσαύχην: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>, <i>σκληρ</i>-<i>αύχην</i>)].
|mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. [[κρατεραύχην]], [[σκληραύχην]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεσαύχην:''' ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).
|elrutext='''μεσαύχην:''' ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαύχην Medium diacritics: μεσαύχην Low diacritics: μεσαύχην Capitals: ΜΕΣΑΥΧΗΝ
Transliteration A: mesaúchēn Transliteration B: mesauchēn Transliteration C: mesaychin Beta Code: mesau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, A bound in the middle of the neck, μεσαύχενας νέκυας, comically for wineskins (ἀσκοί), Ar.Fr.725 (v.l. δεσαύχενας Hsch., Phot., βυσαύχενας Poll.2.135 cod. A).

German (Pape)

[Seite 137] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, v. l. ist δεσαύχην, conj. βυσαύχην.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαύχην: -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ μέσον τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ Πολυδ. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

μεσαύχην, -ενος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος στο μέσο του αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. κρατεραύχην, σκληραύχην)].

Russian (Dvoretsky)

μεσαύχην: ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).