μιλτοπάρηος: Difference between revisions
From LSJ
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιλτοπάρηος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα [[νῆες]] ἕποντο [[δυώδεκα]] μιλτοπάρῃοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μιλτοπάρηος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα [[νῆες]] ἕποντο [[δυώδεκα]] μιλτοπάρῃοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. [[καλλοπάρηος]], [[χαλκοπάρῃος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μιλτοπάρηος:''' -ον (πᾰρειά), [[ροδομάγουλος]], λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ. | |lsmtext='''μιλτοπάρηος:''' -ον (πᾰρειά), [[ροδομάγουλος]], λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (παρειά) A red-cheeked, epithet of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., τρίγλη μ. Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.L.615; of plains, Opp. C.3.509.
Greek Monolingual
μιλτοπάρηος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα
2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πάρῃος(< παρειαί «μάγουλα»), πρβλ. καλλοπάρηος, χαλκοπάρῃος].
Greek Monotonic
μιλτοπάρηος: -ον (πᾰρειά), ροδομάγουλος, λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ.