μετεωρόκλαδος: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεωρόκλαδος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]] ([[πρβλ]]. <i>ολιγό</i>-<i>κλαδος</i>, <i>πολύ</i>-<i>κλαδος</i>)].
|mltxt=[[μετεωρόκλαδος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]] ([[πρβλ]]. [[ολιγόκλαδος]], [[πολύκλαδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

μετεωρόκλαδος, -ον (Α)
αυτός του οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + κλάδος (πρβλ. ολιγόκλαδος, πολύκλαδος)].