μητρόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητρόληπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το [[πνεύμα]] της μητέρας τών θεών Ρέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μητρόληπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το [[πνεύμα]] της μητέρας τών θεών Ρέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[δορίληπτος]], [[μουσόληπτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A possessed by the Mother of the gods, Herm.in Phdr.p.105 A.
German (Pape)
[Seite 180] von der Göttermutter wahnsinnig gemacht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόληπτος: ὁ, ὁ ἐμπνευσθείς, ὁ μανιώδης γενόμενος ὑπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν Ρέας, Ἑρμείας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. σ. 105.
Greek Monolingual
μητρόληπτος, -ον (Α)
αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το πνεύμα της μητέρας τών θεών Ρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ληπτός (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. δορίληπτος, μουσόληπτος].