μεγαλορρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλορρέκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεγαλορρέκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), [[πρβλ]]. [[κακορρέκτης]], [[χειρορρέκτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who does great things, Adam.2.39.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξος ἢ πλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
Greek Monolingual
μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακορρέκτης, χειρορρέκτης].