κακορρέκτης

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρέκτης Medium diacritics: κακορρέκτης Low diacritics: κακορρέκτης Capitals: ΚΑΚΟΡΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kakorréktēs Transliteration B: kakorrektēs Transliteration C: kakorrektis Beta Code: kakorre/kths

English (LSJ)

κακορρέκτου, ὁ, (ῥέζω) evil-doer, A.R.3.595.

Greek Monolingual

κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)
αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβήςκακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλορρέκτης].

German (Pape)

ὁ, Übelthäter, Ap.Rh. 3.595 und andere Spätere