ἑτεροσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>σχήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσχήμων Medium diacritics: ἑτεροσχήμων Low diacritics: ετεροσχήμων Capitals: ΕΤΕΡΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: heteroschḗmōn Transliteration B: heteroschēmōn Transliteration C: eteroschimon Beta Code: e(terosxh/mwn

English (LSJ)

ον, A of varying shape, φύλλα Thphr.HP1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. -μόνως Vett.Val.333.20:— later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d’aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.

Greek Monolingual

ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυσχήμων, μεγαλοσχήμων].

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.