ἠερομήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠερομήκης]], -ες (Α)<br />(επικ. τ. του αερομήκης) [[ψηλός]] [[μέχρι]] τον ουρανό, [[θεόρατος]], [[ουρανομήκης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>- ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αηρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ισο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=[[ἠερομήκης]], -ες (Α)<br />(επικ. τ. του αερομήκης) [[ψηλός]] [[μέχρι]] τον ουρανό, [[θεόρατος]], [[ουρανομήκης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>- ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αηρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. [[επιμήκης]], [[ισομήκης]]].
}}
}}

Revision as of 19:09, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠερομήκης Medium diacritics: ἠερομήκης Low diacritics: ηερομήκης Capitals: ΗΕΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: ēeromḗkēs Transliteration B: ēeromēkēs Transliteration C: ieromikis Beta Code: h)eromh/khs

English (LSJ)

ες, Ep. for ἀερ-, A high as heaven, Orph.A.924.

German (Pape)

[Seite 1155] ες (lust-), himmelhoch, Orph. Arg. 922.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερομήκης: -ες, Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὑψηλὸς μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, Ὀρφ. Ἀργ. 922.

Greek Monolingual

ἠερομήκης, -ες (Α)
(επικ. τ. του αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- ιων. τ. του αερο- (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ισομήκης].