ἡβήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡβήτωρ]], ὁ (Α)<br />[[ηβητής]], [[νέος]], [[ακμαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηβώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητωρ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡβήτωρ]], ὁ (Α)<br />[[ηβητής]], [[νέος]], [[ακμαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηβώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητωρ</i> ([[πρβλ]]. [[ηγήτωρ]], [[οικήτωρ]]). Παράλληλος τ. του [[ηβητήρ]]<br />στην ελληνιστική [[ποίηση]] χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την [[ίδια]] σημ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:17, 23 August 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = ἡβητήρ, κίχλαι Matro Conv. 78.
German (Pape)
[Seite 1149] ορος, ὁ, = ἡβητήρ; κίχλαι ἡβήτορες Matro bei Ath. IV, 136 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβήτωρ: -ορος, ὁ, = ἡβητήρ, ἡβητής, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C.
Greek Monolingual
ἡβήτωρ, ὁ (Α)
ηβητής, νέος, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. -ητωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ). Παράλληλος τ. του ηβητήρ
στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.].