Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμιτριβής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτριβής]], -ές)<br />(για ρούχα) [[κατά]] το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τριβής</i>, <i>εν</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτριβής]], -ές)<br />(για ρούχα) [[κατά]] το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[ατριβής]], [[εντριβής]]].
}}
}}

Revision as of 19:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιτρῐβής Medium diacritics: ἡμιτριβής Low diacritics: ημιτριβής Capitals: ΗΜΙΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: hēmitribḗs Transliteration B: hēmitribēs Transliteration C: imitrivis Beta Code: h(mitribh/s

English (LSJ)

ές, (τρίβω) A half worn out, χλαμύς PCair.Zen.92.5 (iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729. II blunt, ξοΐς BCH35.43 (Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτρῐβής: -ές, (τρίβω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, ῥάκος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)
(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].