θαλαμωτός: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο [[θαλαμοειδής]]<br /><b>2.</b> ο διαιρεμένος σε θαλάμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλυσιδ</i>-[[ωτός]], <i>ραβδ</i>-[[ωτός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν</i> και <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλά του Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο [[θαλαμοειδής]]<br /><b>2.</b> ο διαιρεμένος σε θαλάμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αλυσιδωτός]], [[ραβδωτός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν</i> και <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλά του Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μοιάζει με θάλαμο, ο θαλαμοειδής
2. ο διαιρεμένος σε θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδωτός, ραβδωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλά του Δ. Βυζαντίου].