ιεροφάντης: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἱεροφάντης]] και ιων. τ. [[ἱροφάντης]], θηλ. [[ἱεροφάντις]] και [[ἱεροφάντρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βαθύς]] [[μύστης]] κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν [[ιεροτελεστία]] (α. «[[ιεροφάντης]] της ιατρικής» β. «[[ιεροφάντης]] της τέχνης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει την [[τάξη]] τών θυσιών και της λατρείας (α. «[[ἱεροφάντης]]<br />[[μυσταγωγός]], ὁ [[ἱερεύς]] ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανώτατος]] [[ιερατικός]] [[άρχοντας]] της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> [[ένας]] [[θρησκευτικός]] [[άρχοντας]] στην Αθήνα<br /><b>4.</b> (στη [[Ρώμη]]) α) ο [[αρχιερέας]] (pontifex)<br />β) ο [[μέγας]] [[αρχιερέας]] (pontifex maximus)<br /><b>5.</b> ο [[αρχιερέας]] τών Εβραίων<br /><b>6.</b> (για τους χριστιανούς) ο [[ιερέας]]<br /><b>7.</b> [[μυστικός]] [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]])<br />[[πρβλ]]. <i>συκο</i>-[[φάντης]], <i>υδρο</i>-[[φάντης]].
|mltxt=ὁ (Α [[ἱεροφάντης]] και ιων. τ. [[ἱροφάντης]], θηλ. [[ἱεροφάντις]] και [[ἱεροφάντρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βαθύς]] [[μύστης]] κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν [[ιεροτελεστία]] (α. «[[ιεροφάντης]] της ιατρικής» β. «[[ιεροφάντης]] της τέχνης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει την [[τάξη]] τών θυσιών και της λατρείας (α. «[[ἱεροφάντης]]<br />[[μυσταγωγός]], ὁ [[ἱερεύς]] ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανώτατος]] [[ιερατικός]] [[άρχοντας]] της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> [[ένας]] [[θρησκευτικός]] [[άρχοντας]] στην Αθήνα<br /><b>4.</b> (στη [[Ρώμη]]) α) ο [[αρχιερέας]] (pontifex)<br />β) ο [[μέγας]] [[αρχιερέας]] (pontifex maximus)<br /><b>5.</b> ο [[αρχιερέας]] τών Εβραίων<br /><b>6.</b> (για τους χριστιανούς) ο [[ιερέας]]<br /><b>7.</b> [[μυστικός]] [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]])<br />[[πρβλ]]. [[συκοφάντης]], [[υδροφάντης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων. τ. ἱροφάντης, θηλ. ἱεροφάντις και ἱεροφάντρια)
νεοελλ.
μτφ. βαθύς μύστης κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν ιεροτελεστία (α. «ιεροφάντης της ιατρικής» β. «ιεροφάντης της τέχνης»)
αρχ.
1. αυτός που διδάσκει την τάξη τών θυσιών και της λατρείας (α. «ἱεροφάντης
μυσταγωγός, ὁ ἱερεύς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», Ησύχ.
β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», Ηρόδ.)
2. ανώτατος ιερατικός άρχοντας της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα
3. επιγρ. ένας θρησκευτικός άρχοντας στην Αθήνα
4. (στη Ρώμη) α) ο αρχιερέας (pontifex)
β) ο μέγας αρχιερέας (pontifex maximus)
5. ο αρχιερέας τών Εβραίων
6. (για τους χριστιανούς) ο ιερέας
7. μυστικός εξηγητής, ερμηνευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -φαντης (< φαίνω)
πρβλ. συκοφάντης, υδροφάντης.