ἱεροφάντις
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
(parox.), ιδος, fem. of ἱεροφάντης, IG22.1092B35, Plu.Sull.13, Cat.Cod.Astr.1.115, Jul. Or.7.221c.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφάντις: -ιδος, (ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 196), θηλ. τοῦ ἱεροφάντης, τῇ ἱεροφάντιδι Πλουτ. Σύλλ. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 432, 435. - Κατὰ Φώτιον: «ἱεροφάντιδες· αἱ τὰ ἱερὰ φαίνουσαι τοῖς μυουμένοις». - Ὁ προπαροξύτον. τύπος ἱερόφαντις εἶναι ἐσφαλμέν.
Greek Monolingual
ἱεροφάντις, -ιδος, ἡ (Α)
θηλ. του ἱεροφάντης
(«ἱεροφάντιδες
αἱ τὰ ἱερὰ φαίνουσαι τοῖς μυουμένοις», Φώτ.).
Translations
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse