θαλαμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλαμοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Θαλαμοποιοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. <i>βροχο</i>-[[ποιός]], <i>θαυματο</i>-[[ποιός]]).
|mltxt=[[θαλαμοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Θαλαμοποιοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[βροχοποιός]], [[θαυματοποιός]]).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θᾰλᾰμοποιός:''' ὁ готовящий брачный покой Aesch.
|elrutext='''θᾰλᾰμοποιός:''' ὁ готовящий брачный покой Aesch.
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμοποιός Medium diacritics: θαλαμοποιός Low diacritics: θαλαμοποιός Capitals: ΘΑΛΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thalamopoiós Transliteration B: thalamopoios Transliteration C: thalamopoios Beta Code: qalamopoio/s

English (LSJ)

όν, A preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.

German (Pape)

[Seite 1182] das Brautgemach bereitend, Titel eines Stückes des Aesch. bei Poll. 7, 122.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμοποιός: -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν θάλαμον ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122.

Greek Monolingual

θαλαμοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, θαυματοποιός).

Russian (Dvoretsky)

θᾰλᾰμοποιός: ὁ готовящий брачный покой Aesch.