Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδυγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν θεοῑς τετίμηται», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. <i>διχο</i>-[[γνώμων]], <i>ευ</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν θεοῑς τετίμηται», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[διχογνώμων]], [[ευγνώμων]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχογνώμων, ευγνώμων.