ευγνώμων
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ εὐγνώμων, -ον)
1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που του έγινε και τιμά τον ευεργέτη του
2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία
αρχ.-μσν.
1. καλόγνωμος, διαλλακτικός
2. επιεικής, συγκαταβατικός
3. φρόνιμος, συνετός
4. ομολογία, αναγνώριση αμαρτήματος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγνωμον
ό, τι είναι λογικό ή ορθό.
επίρρ...
ευγνωμόνως (ΑΜ εὐγνωμόνως)
με ευγνωμοσύνη
αρχ.-μσν.
1. με καλή διάθεση, χωρίς να δυσανασχετεί κάποιος
2. με φιλική διάθεση
3. ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνώμων (< γι-γνώσκω), πρβλ. αγνώμων.