ιοβόλος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br />(για [[τόξο]]) αυτό που ρίχνει [[βέλος]], αυτό που τοξεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (II) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]], [[σφαιροβόλος]].<br /><b>(II)</b><br />-ο (ΑΜ [[ἰοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[δηλητήριο]], [[δηλητηριώδης]], [[φαρμακερός]] («ιοβόλοι αδένες»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοβόλα</i><br />τα δηλητηριώδη ζώα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μοχθηρός]], [[συκοφάντης]], [[κακόβουλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[βέλος]]) βαμμένο με [[δηλητήριο]] ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — [[τίτλος]] έργου του Φιλουμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]], [[φυλλοβόλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 24 August 2021
Greek Monolingual
(I)
-ον (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
(για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος, σφαιροβόλος.
(II)
-ο (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός («ιοβόλοι αδένες»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοβόλα
τα δηλητηριώδη ζώα
3. μτφ. μοχθηρός, συκοφάντης, κακόβουλος
αρχ.
1. (για βέλος) βαμμένο με δηλητήριο ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες
2. φρ. «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — τίτλος έργου του Φιλουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, φυλλοβόλος.