ιππογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή [[κρίση]] για ίππους<br /><b>2.</b> [[ταχύς]] ή [[οξύς]] στην [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρο</i>-[[γνώμων]], <i>προβατο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[ἱππογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή [[κρίση]] για ίππους<br /><b>2.</b> [[ταχύς]] ή [[οξύς]] στην [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[αργυρογνώμων]], [[προβατογνώμων]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱππογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους
2. ταχύς ή οξύς στην κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρογνώμων, προβατογνώμων.