κακόθρους: Difference between revisions
From LSJ
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), [[πρβλ]]. [[ηδύθρους]], [[πολύθρους]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 07:35, 24 August 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόθροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόθροος.
Greek Monolingual
κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύθρους, πολύθρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
Middle Liddell
κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.