ιδιοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ιδιοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ιδιαίτερη [[έκφραση]] στην όψη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπροσώπως</i> (Μ)<br />προσωπικά, ατομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ιδιοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ιδιαίτερη [[έκφραση]] στην όψη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπροσώπως</i> (Μ)<br />προσωπικά, ατομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. [[αντιπρόσωπος]], [[πολυπρόσωπος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 24 August 2021
Greek Monolingual
ιδιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη.
επίρρ...
ἰδιοπροσώπως (Μ)
προσωπικά, ατομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντιπρόσωπος, πολυπρόσωπος.