Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[καρποφθόρος]], -ον)<br />αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. <i>λαο</i>-[[φθόρος]], <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=-ο (Α [[καρποφθόρος]], -ον)<br />αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[λαοφθόρος]], [[ψυχοφθόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφθόρος Medium diacritics: καρποφθόρος Low diacritics: καρποφθόρος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: karpophthóros Transliteration B: karpophthoros Transliteration C: karpofthoros Beta Code: karpofqo/ros

English (LSJ)

ον, A spoiling fruit, δένδρων AP9.256 (Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht verderbend, κάμπη Antiphil. 8 (IX, 256).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφθόρος: -ον, ὁ φθείρων βλάπτων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 9. 256.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit les fruits, les biens de la terre.
Étymologie: καρπός, φθείρω.

Greek Monolingual

-ο (Α καρποφθόρος, -ον)
αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαοφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

καρποφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καρποφθόρος: портящий плоды, вредящий плодам (κάμπη Anth.).

Middle Liddell

καρπο-φθόρος, ον φθείρω
spoiling fruit, Anth.